- φωτοδυναμικός
- -ή, -ό, Ν1. το θηλ. ως ουσ. βλ. φωτοδυναμική2. φρ. «φωτοδυναμική ουσία»(βιοχ.) έγχρωμη ή φθορίζουσα ουσία, όπως είναι λ.χ. η ερυθροσίνη, η οποία είναι βλαβερή για τα βακτήρια και τα πρώτιστα με παρουσία φωτός, ενώ είναι αβλαβής στο σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photodynamique].
Dictionary of Greek. 2013.